Ο λόφος με τις πυγολαμπίδες
Από βίωμα, οι ημέρες εκείνες έγιναν λέξεις κι από λέξεις ανάμνηση. Από αυτές που δε θα βρεις σε καμιά ψηφιακή συλλογή ή στη SIM κινητού τηλεφώνου. Selfies δεν υπήρχαν, αλλά ποιος ξεχνάει τα πρόσωπα που λαμποκοπούσαν από την περιπέτεια και τον πυρετό της ανακάλυψης;
της ΜΑΡΙΑΣ ΦΩΤΕΙΝΗΣ ΧΑΛΑΣΤΑΝΗ
Δεν μεγάλωσα σε χωριό, αλλά στο κέντρο μιας επαρχιακής πόλης με αρκετές, ήδη, νέον επιγραφές και φωτεινούς σηματοδότες. Ίσως ήταν γι’ αυτό που τα αδέρφια μου κι εγώ, κάθε φορά που οι γονείς μάς ανακοίνωναν πως θα επισκεπτόμασταν τα ξαδέρφια μας στο χωριό, δεν θέλαμε ούτε να κοιμηθούμε πριν τη μεγάλη μέρα.
Το «τραπέζι» ήταν το ανιαρό κομμάτι της εκδρομής, ο αναγκαστικός συμβιβασμός για χάρη του επιδορπίου-κυριολεκτικού και μεταφορικού. Διότι, μετά από μετρημένες μπουκιές του, κατά τα άλλα, «κολάζω-και-όσους-κάνουν-αυστηρή-δίαιτα» πιάτου από τα χεράκια της θείας, ακολουθούσε παιχνίδι ασυμμάζευτο: όλο το χωριό αλωνίζαμε, αναστατώναμε μερικά γνωστά σπίτια, ξεσηκώναμε κι άλλους «πιστούς» και, αν είχαμε λίγο χαρτζιλίκι, τρώγαμε παγωτά σε σχήμα πατούσας από το μοναδικό επαγγελματικό ψυγείο του χωριού, μόνο για να γελάσουμε με τα σοκολατένια υπολείμματα, στα μούτρα, ο ένας του άλλου.
Σκαρφαλώναμε σε δέντρα, ριψοκινδυνεύαμε πάνω σε κοφτερές πέτρες για να διασχίσουμε ποταμάκια, κάναμε «λουτρό» σε λίμνες πεσμένων πλατανόφυλλων, και, αν μετά τη δύση, οι γονείς δε μας είχαν ακόμη μαλώσει για την αργοπορία, που σημαίνει ότι είχαν ξεχαστεί στην κουβέντα (το νεόκτιστο σπίτι στο χωριό ήταν ανεξάντλητο θέμα), θα μας έβρισκε το σούρουπο σε έναν λοφίσκο, καμιά διακόσια μέτρα από το σπίτι, ή εκατόν πενήντα από το κοτέτσι («κοτέτσι» το λέγαμε πάντα, αλλά υπήρχαν κουνέλια, γαϊδουράκι, ακόμη και γουρουνάκι, θυμάμαι, μια εποχή).
Ξαπλωμένοι εκεί, με μάτια που έδυαν κι αυτά, ακούγαμε εκστασιασμένοι τα ξαδέρφια να μας ξεναγούν στον έναστρο καλοκαιρινό ουρανό, χωρίς να μας νοιάζει και πολύ η επιστημονική εγκυρότητα των αστρονομικών παρατηρήσεων. Σιωπηρά, μοιραζόμασταν τη θέα, τα όνειρα και τις εμπειρίες μας, με δεκάδες πυγολαμπίδες˙ ίσως και να κλείσαμε μία-δύο κάποτε στις χούφτες μας. Δε συμβόλιζαν την ευτυχία. Ήταν η ευτυχία. Αδιαπραγμάτευτη, πυγολαμπιδοβριθής ευτυχία, που έκανε τα καλοκαίρια εκείνα να μοιάζουν τόσο δεδομένα όσο και τα νόστιμα πιάτα της θείας.
Τα χρόνια πέρασαν, στο λόφο με τις πυγολαμπίδες υπάρχουν σήμερα κάτι τσιμεντένιες μονοκατοικίες, που δε φτάνει που επιβλήθηκαν στο φυσικό τοπίο, παρά «κατάπιαν» τα πέτρινα παλιά κτίσματα έναν γύρο. Τα ξαδέρφια τα συναντούσαμε πιο συχνά στην πόλη, καθώς μεγαλώναμε όλοι και έπρεπε να αφοσιωθούμε στη μελέτη. Από βίωμα, οι ημέρες εκείνες έγιναν λέξεις κι από λέξεις ανάμνηση. Από αυτές που δε θα βρεις σε καμιά ψηφιακή συλλογή ή στη SIM κινητού τηλεφώνου. Selfies δεν υπήρχαν, αλλά ποιος ξεχνάει τα πρόσωπα που λαμποκοπούσαν από την περιπέτεια και τον πυρετό της ανακάλυψης;
Μεγαλώσαμε και έχουμε πια τα δικά μας παιδιά, πολύ πιο εξοικειωμένα με τις ηλεκτρονικές τους πυγολαμπίδες, παρά με τα γνωστά έντομα, που μόνο σε εικόνες έχουν δει τη μορφή τους. Βλέπεις, δε μειώθηκαν κι αυτές τυχαία: είναι εκλεκτικές, θέλουν καθαρά δάση ή ξέφωτα για να μας φανερωθούν.
«Φταίει η οικολογική καταστροφή, μαμά;», με ρώτησε μια μέρα η κόρη μου, καθώς περπατούσαμε σε ένα άλσος, το σούρουπο.
«Ίσως», της λέω. «Μα δε φταίει μόνο αυτό. Κανείς μας δε μπορεί να λάμψει ολομόναχος, χωρίς το ενδιαφέρον και την αγάπη των άλλων. Κι όταν εμείς παραδινόμαστε στα τεχνητά μας φώτα, εκείνες απομακρύνονται όλο και περισσότερο…»
Δείτε το συγγραφικό έργο της Μαρίας Φωτεινής Χαλαστάνη εδώ