«Το “Ένας Τούρκος στο σαλόνι μου” αποτελεί ένα “must read” βιβλίο για τους περισσότερους»
Γράφει ο Ντρούλιας Δημήτριος για το βιβλίο της Ρούλας Σαμαϊλίδου,
Όταν πήρα αυτό το βιβλίο στα χέρια μου, ήδη είχα ακούσει πάρα πολύ καλά σχόλια. Παρόλα αυτά το ξεκίνησα επιφυλακτικά, γνωρίζοντας πως η δικιά μου οπτική στα βιβλία συχνά διαφέρει από τους άλλους αναγνώστες. Έπεσα έξω όμως. Το «Ένας Τούρκος στο σαλόνι μου» είναι ένα πραγματικά καλό μυθιστόρημα! Ένα μυθιστόρημα που μπορεί να σε ταξιδέψει όμορφα στις χαμένες πατρίδες της Ανατολής και στην Κωνσταντινούπολη.
Η πλοκή
Η υπόθεση ξεκινά γνωρίζοντας τον Τζεμάλ Γκιοκτσέν που μόλις έλαβε ειδοποίηση για τον διορισμό του στο ελληνικό νοσοκομείο – γηροκομείο της Πόλης, στο Μπαλουκλί και αμέσως μετά τα δυσάρεστα νέα για τον χαμό της αγαπημένης του θείας, της Ντιλέκ, πίσω στον τόπο καταγωγής του στο Αϊδίνι. Αμέσως λοιπόν ξεκινά μία αναδρομή στο παρελθόν, όπου γνωρίζουμε την οικογένεια του Χικμέτ Γκιοκτσέν, ενός παραδοσιακού κουρέα της πόλης και πατέρα του Τζεμάλ. Ζει με την γυναίκα του Νουρ και τον γιο τους ήρεμα, ενώ ακόμα στη ζωή είναι ο πατέρας του Χικμέτ, ο Μεχμέτ και η μητέρα του, Αϊφέρ που τους προσέχει η πρωτανιψιά τους, Ντιλέκ. Ο Τζεμάλ είναι πολύ δεμένος με τον παππού του καθ’ όλη την διάρκεια της παιδικής και εφηβικής ηλικίας του και μαζί μοιράζονται πολλές σκέψεις και συζητήσεις. Το νήμα λοιπόν πιάνεται από νωρίς ώστε ο αναγνώστης να μπορέσει να κατανοήσει το γενεαλογικό δέντρο του βασικού πρωταγωνιστή του έργου, αλλά και τις σχέσεις μεταξύ των μελών της οικογένειας.
Στη συνέχεια η υπόθεση επιστρέφει σε παροντικό για το βιβλίο χρόνο, όπου ο γιατρός πια Τζεμάλ Γκιοκτσέν, γνωρίζει μία υπάλληλο του νοσοκομείου, την Ελένη, η οποία τον εντυπωσιάζει από την πρώτη στιγμή. Μία τυχαία ανακάλυψη γραμμάτων και σημειώσεων στο σπίτι των παππούδων του, στα ελληνικά, θα φέρει τους δύο νέους μπροστά σε ένα συνταρακτικό και καλά κρυμμένο μυστικό, που θα δώσει όμως και την αφορμή για να έρθουν και οι δύο τους πολύ κοντά. Όσα είχε ως δεδομένα ο νεαρός Τζεμάλ, φαίνεται πως πρέπει να τεθούν υπό αμφισβήτηση και γρήγορα θα βρεθεί, μαζί με την Ελένη σε έναν αγώνα ανακάλυψης της αλήθειας.
Το μυθιστόρημα αυτό είναι ένα από τα πιο καλογραμμένα που έχω διαβάσει.
Το μυθιστόρημα αυτό είναι ένα από τα πιο καλογραμμένα που έχω διαβάσει. Είναι βασισμένο σε υπαρκτό πρόσωπο, στον Μενέλαο Χατζόγλου ή Χατζόπουλο και σε στοιχεία που αφορούσαν το ίδιο.
Έχει ένα εξαιρετικό μέτρο γραφής, όπου η απλή δημοτική γλώσσα, συναντά την γλώσσα των Ελλήνων της Πόλης, με πολλές τούρκικες εξελληνισμένες λέξεις να παρεμβάλλονται στους διαλόγους. Κάθε μία από αυτές επεξηγείται στο κάτω μέρος της σελίδας, αν και πολλές ήδη τις γνωρίζουμε από δικούς μας ανθρώπους. Οι πρωταγωνιστικοί χαρακτήρες είναι όλοι τους συμπαθείς και άριστα ψυχογραφημένοι. Χρονικά τοποθετείται στα μέσα της δεκαετίας του ’80, οπότε οι μνήμες των περισσότερων από εμάς εκείνης της εποχής είναι ακόμα ζωντανές.
Η δομή και η διάρθρωσή του δεν δημιουργεί προβληματισμούς. Είναι χωρισμένο σε τρία κύρια μέρη (κεφάλαια τα ονομάζει η συγγραφέας) με περίπου 4 -5 υποκεφάλαια να τα χωρίζουν με τη σειρά τους. Η πλοκή του είναι στρωτή και εύκολη με αποτέλεσμα να γίνεται πολύ ευανάγνωστο. Όμως αυτό που μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση είναι η νοσταλγία που βγαίνει μέσα από τις γραμμές από το χέρι της συγγραφέως. Χωρίς υπερβολές, χωρίς εθνικιστικές εξάρσεις, χωρίς αναφορές που να ενοχλούν, μεταφέρει στον αναγνώστη τον καημό και τις σκέψεις των Ρωμιών της Πόλης, τα στερεότυπα και τις έγνοιες που τους απασχολούν, αλλά από την άλλη δείχνει την αρμονική συνύπαρξη μεγάλου μέρους των δύο πληθυσμών και το πώς ο ένας βοήθησε στην ανάγκη του, τον άλλον, προκειμένου να τον σώσει ή να του περιορίσει τις απώλειες και τον πόνο.
Πραγματικά, είναι χάρισμα το να μπορείς να περιγράφεις αντικειμενικά, γεγονότα που πλήγωσαν το ίδιο σου το έθνος. Και την ίδια ώρα να μεταφέρεις μηνύματα ειρήνης και συναδέλφωσης μεταξύ δύο λαών που αιώνες τώρα βρίσκονται σε μία διαρκή διαμάχη.
Η εξέλιξη της υπόθεσης είναι δραματική και συγκινητική. Αλλά και εκεί η συγγραφέας δεν υπερβάλλει ούτε στο ελάχιστο. Θα μπορούσε να το κάνει μελό, θα μπορούσε να εκβιάσει την συγκίνηση του αναγνώστη δραστικά, όπως δυστυχώς πολλοί το κάνουν, αλλά όχι, επιλέγει να τον κατευθύνει μέσα από μία φυσιολογική διαδικασία, να νιώσει τα συναισθήματα που η ίδια προσδοκούσε. Μου άρεσε πολύ η προσέγγιση αυτή. Ενώ η υπόθεση βασίζεται σε γεγονότα που είναι χιλιογραμμένα και χιλιοειπωμένα, εντούτοις η συγγραφέας καταφέρνει να δημιουργήσει ένα μυθιστόρημα εξαιρετικά πρωτότυπο και μοναδικό στο είδος του. Περιγραφές από το Αϊδίνι, την Πόλη, αλλά και την Λήμνο, θα ταξιδέψουν τον αναγνώστη και θα του μεταφέρουν μία ατμοσφαιρική και ρεαλιστική εικόνα.
Ο συνδυασμός της καθαρής γλώσσας, της σωστής επιμέλειας, των συμπαθών χαρακτήρων, των εξαιρετικών μηνυμάτων, του εκλεπτυσμένου χιούμορ όπου χρειάστηκε, των εύστοχων διαλόγων, των πηγαίων συναισθημάτων και της ιστορικής βάσης του έργου, κάνουν αυτό το βιβλίο να αποτελεί “must read” για τους περισσότερους. Φυσικά αυτοί που θα το εκτιμήσουν δεόντως, θα είναι αυτοί που έχουν καταγωγή από την Μικρά Ασία και την Πόλη, αλλά και οι υπόλοιποι αντικειμενικοί και ψαγμένοι αναγνώστες, θα βρουν σε αυτό ένα ολοκληρωμένο έργο που θα αξίζει κάθε λεπτό της ώρας που αφιέρωσαν για να το διαβάσουν.
Προσωπική βαθμολογία:
Γλώσσα 10
Ροή 10
Χαρακτήρες 10
Πρωτοτυπία 10
Πλοκή 10
Μ.Ο. 10
Δείτε το βιβλίο “Ένας Τούρκος στο σαλόνι μου” εδώ